- ὁριστικοῦ
- ὁριστικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
οριστικότητα — η η ιδιότητα ή η κατάσταση τού οριστικού, το να είναι κάτι αμετάκλητο, τελεσίδικο, τελειωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οριστικός. Η λ., στον λόγιο τ. ὁριστικότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
παύλα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί στον ίδιο τόπο όπου μαρτύρησε ο άγιος Λουκιλλιανός, τον οποίο είχε περιθάλψει και βοηθήσει. Η μνήμη της τιμάται στις 3 Ιουνίου, μαζί με εκείνην του Λουκιλλιανού. Η Π. καταγόταν από τη… … Dictionary of Greek
προμέρισμα — το, Ν [προμερίζω] είδος προκαταβολής που δίνεται στους μετόχους ανώνυμης εταιρείας έναντι τού οριστικού μερίσματος που θα λάβουν από τα προβλεπόμενα κέρδη τής τρέχουσας χρήσης … Dictionary of Greek
πρόπλασμα — Στην τεχνική ορολογία σημαίνει την αναπαράσταση, σε περιορισμένη κλίμακα, ενός έργου που μελετάται. Ένα π. μπορεί να προορίζεται για διάφορες χρήσεις: μπορεί να έχει σκοπό παραδείγματος, όταν, όπως στα αρχιτεκτονικά έργα, τείνει να προεικονίσει… … Dictionary of Greek
τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… … Dictionary of Greek
τή — Α (επικ. προστ. ως επιφών.) να, άκου (α. «τῆ, σπεῑσον Διὶ πατρί» Ομ. Ιλ. β. «τῆ, πίε οἶνον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τ. οργανικής πτώσης σχηματισμένος από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. IE *tod, βλ. λ. ο, η, το), ο οποίος αντιστοιχεί με το… … Dictionary of Greek
τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από … Dictionary of Greek
τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια … Dictionary of Greek